Διονύσιος Σολωμός
Ο Διονύσιος Σολωμός (8 Απριλίου 1798 - 9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν, οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος των Ελλήνων (Ελλάδας και Κύπρου). Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της.Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρωμαντισμό μαζί με τον κλασικισμό ένα [...]είδος μιχτό, αλλά νόμιμο[...]».
Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυθος, Λάμπρος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγραψε».
Βίος
Καταγωγή και παιδικά χρόνια
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από την Μάνη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την νόμιμη σύζυγό του, Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στην Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.
Σπουδές στην Ιταλία
Ο Διονύσιος Σολωμός σε νεανική ηλικία.
Συλλογή Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων.
Ο Σολωμός αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον δάσκαλό του, ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κρεμόνα. Γράφτηκε αρχικά στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στην Βενετία, όμως δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του σχολείου και γι' αυτό ο Ρόσι τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελείωσε το Λύκειο το 1815. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από την οποία αποφοίτησε το 1817. Δεδομένων των φιλολογικών ενδιαφερόντων του, η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει ποιήματα στα ιταλικά. Τα σημαντικότερα από τα πρώτα ιταλικά ποιήματα που έγραψε εκείνην την περίοδο ήταν το Ode per la prima messa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία) και La distruzione di Gerusalemme ( Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ). Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (πιθανώς Μαντσόνι, Μόντι κ.ά.) οι οποίοι μάλιστα τον περιέβαλαν με το κλίμα του γαλλικού διαφωτισμού.Ενσωματώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους τους και τελειοποιούμενος στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ' έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.
Επιστροφή στην Ζάκυνθο
Ο Σολωμός επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στην Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το νησί). Γι' αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Αντώνιος Μάτεσης (συγγραφέας του Βασιλικού), ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας (γιατρός, δημοτικιστής, φίλος του Ιωάννη Βηλαρά) και ο Νικόλαος Λούντζης. Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Ροΐδη (τα ποιήματα του Σολωμού που σατιρίζουν τον γιατρό είναι Το Ιατροσυμβούλιο, Η Πρωτοχρονιά και οι Κρεμάλες). Επίσης, αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώριζε εξ αιτίας του ποιητικού ταλέντου του. Τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίασε εκείνην την εποχή, εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο Rime Improvvisate, η μοναδική ζώντος του Σολωμού δημοσιευμένη συλλογή. Με την επιστροφή στη Ζάκυνθο ο Σολωμός εκπληρώνει το ιδανικό του, όπως το αποκαλεί ο Κ.Θ. Δημαράς, και μαζεύει «εθνικά τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε μια προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα εμπλουτίσει το δικό του ποιητικό σχήμα με υλικό από την λαική παράδοση κίνηση που σηματοδοτεί μια ηθελημένη στροφή της ποίησής του από την ιταλική επιρροή σε μια εθνική με σαφή παραδοσιακά στοιχεία ποίηση.
Τα κυριότερα έργα
Επίσης ένα έργο λαϊκής τέχνης, που αναπαριστά τον Διονύσιο Σολωμό.
Τα πρώτα ποιήματα του Σολωμού, αυτά της Ζακυνθινής περιόδου, ήταν κυρίως σύντομα στιχουργήματα στα πρότυπα των ιταλικών ποιημάτων, στο κλίμα του αρκαδισμού (για παράδειγμα Ο θάνατος του βοσκού, Ευρυκόμη), αλλά και του πρώιμου ρομαντισμού (Τρελή μάνα). Πρώτος σημαντικός σταθμός είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1823), χάρη στον οποίο καθιερώθηκε ως εθνικός ποιητής και απέκτησε τη φήμη που απολάμβανε ως το θάνατό του. Η δεκαετία 1823-1833 είναι καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξή του. Τότε ο ποιητής προσπάθησε να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού και άφησε οριστικά τον νεοκλασικισμό των ποιημάτων Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ωδή στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα και Εις Μάρκο Μπότσαρη, το μόνο ποίημα που αφιερώνεται σε αγωνιστή του '21.
Το 1824 συνέθεσε τον Διάλογο για τη γλώσσα. Συμμετέχουν τρία πρόσωπα: ο ποιητής, ο φίλος (σε πρώτο σχεδίασμα αναφέρεται ότι είναι ο Σπ. Τρικούπης) και ο σοφολογιότατος, αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα συζητούν μόνο ο ποιητής και ο λόγιος. Ο ποιητής προσπαθεί να αποδείξει ότι η καθαρεύουσα είναι μια τεχνητή γλώσσα που δεν την έχει ανάγκη ούτε ο λαός ούτε η λογοτεχνία. Υποστηρίζει μια λογοτεχνική γλώσσα που θα στηρίζεται στη γλώσσα του λαού, αλλά βέβαια θα είναι επεξεργασμένη από τον ποιητή, με τη χαρακτηριστική φράση:«υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την». Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του γαλλικού διαφωτισμού για τη χρήση των εθνικών γλωσσών και με παραδείγματα από την ιταλική ποίηση προσπαθεί να αποδείξει ότι καμία λέξη από μόνη της δεν είναι χυδαία, αλλά αποκτά την ιδιαίτερη αξία της μέσα στο ποίημα, σε συνδυασμό με τις άλλες λέξεις. Στο τέλος του έργου ο ποιητής εγκαταλείπει τα ορθολογικά επιχειρήματα και εκφράζει τις απόψεις του με πάθος.
Το διάστημα 1824-1826 άρχισε να επεξεργάζεται το ποίημα Λάμπρος, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε. Ο Λάμπρος είναι ένας ακραίος ρομαντικός ήρωας: έχει κάνει σχέση με μια νεαρή κοπέλα, τη Μαρία, και έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά χωρίς να παντρευτούν. Τα παιδιά τους τα έβαλε σε ένα ορφανοτροφείο. Όσον καιρό πολεμούσε κατά του Αλή Πασά, συναντήθηκε με την κόρη του χωρίς να την αναγνωρίσει, και έκανε ερωτικό δεσμό μαζί της. Όταν τελικά ανακάλυψε την αιμομιξία, από κάποια σημάδια που είχε η κόρη, και της το ομολόγησε, η κοπέλα αυτοκτόνησε. Επιστρέφοντας στο σπίτι του ο Λάμπρος αναγκάστηκε να ομολογήσει στη Μαρία το έγκλημά του και κατέφυγε σε μια εκκλησία για να βρει γαλήνη. Εκεί όμως η Θεία Δίκη του έστειλε τα φαντάσματα των τριών αγοριών του που τον καταδίωξαν. Ο ήρωας, κυνηγημένος, γκρεμίστηκε τελικά από ένα βράχο και η Μαρία, που είχε ήδη τρελαθεί, έπεσε στη λίμνη ελπίζοντας ότι στον ουρανό θα έβρισκε επιτέλους τη γαλήνη.
Το 1826 παραδίδει το Η Φαρμακωμένη εκφράζοντας την αγανάκτησή του έναντι των συμπατριωτών του γιατί καταδίκασαν σε ηθικό θάνατο μια νέα κοπέλα.Στην περίοδο 1826-1829 επεξεργαζόταν το πεζόμορφο ποίημα Γυναίκα της Ζάκυθος, εφιαλτική σάτιρα, που επεκτείνεται στο θέμα του Κακού.Το έργο είναι αφήγηση ενός ιερομόναχου, του Διονυσίου, και η «Γυναίκα» είναι η χαρακτηριστικότερη έκφραση του Κακού. Λέγεται ότι αφορμή για τη σύνθεση αυτή ήταν ένα συγγενικό πρόσωπο του Σολωμού, και για αυτό ο αδερφός του ποιητή δεν επέτρεψε στον Πολυλά να το εκδώσει. Το 1829 έγραψε το Εις Μοναχήν για την Άννα Γεωργομίλα, όταν ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα στη μονή Αγίων Θεοδώρων στην Κέρκυρα.
Το 1833 έγραψε το πρώτο σημαντικό έργο της ωριμότητας, τον Κρητικό, σε στίχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, εμπνευσμένο από την κρητική λογοτεχνία. Αφηγείται την ιστορία ενός Κρητικού που έφυγε από την Κρήτη μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1826, το ναυάγιο και την προσπάθειά του να σώσει την αγαπημένη του από την τρικυμία. Κεντρικό σημείο του ποιήματος είναι η εμφάνιση ενός οράματος, μιας Φεγγαροντυμένης. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Κρητικός: την αφηγείται χρόνια μετά, όταν ζει μόνος ζητιανεύοντας, με αναδρομές στο παρελθόν (τη ζωή στην Κρήτη και το ναυάγιο) και προβολές στο μέλλον (τη Δευτέρα Παρουσία και τη συνάντηση με την αγαπημένη του στον Παράδεισο). Ο Κρητικός είναι αισθητικά το πιο ολοκληρωμένο ποίημα. Το κεντρικό πρόβλημα που απασχολεί τους φιλολόγους είναι η ερμηνεία της μορφής της «Φεγγαροντυμένης».
Κατά τη δεκαετία 1833-1844 επεξεργάστηκε και το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, έργου που αναφέρεται στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και την ηρωική έξοδο των κατοίκων, σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο. Μετά το 1845 άρχισε να το επεξεργάζεται σε άλλη μορφή, χωρίς ομοιοκαταληξία. Το ποίημα περιγράφει την κατάσταση στο Μεσολόγγι τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν βέβαιο ότι η πόλη θα έπεφτε. Για την ερμηνεία του ποιήματος είναι ιδιαίτερα χρήσιμες οι ιταλικές σημειώσεις του ποιητή, που έχουν προταχθεί στην έκδοση σε μετάφραση του Πολυλά. Κεντρικό θέμα είναι η δύναμη της θέλησης και η πάλη με τους πειρασμούς της φύσης, που γεννούν την επιθυμία για ζωή και μπορούν να αποπροσανατολίσουν τους αγωνιστές.
Το τελευταίο έργο της ωριμότητας είναι ο Πόρφυρας, 1847, εμπνευσμένος από ένα πραγματικό περιστατικό, όταν ένας καρχαρίας κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Ο Πόρφυρας είναι το πιο προβληματικό ως προς την ερμηνεία έργο, κυρίως λόγω της μορφής στην οποία έχει παραδοθεί. Αναφέρεται και αυτός στη σχέση φύσης - ανθρώπου και στη διάσταση μεταξύ σώματος (ύλης) και πνεύματος.