Deep Purple
Οι Deep Purple είναι αγγλικό ροκ συγκρότημα, το οποίο δημιουργήθηκε στο Χέρτφορντσαϊρ (Hertfordshire) το 1968. Μαζί με τους Led Zeppelin και τους Black Sabbath είναι ένα απ' τα πιο δημοφιλή χέβι μέταλ συγκροτήματα, παρόλο που οι Deep Purple αρνούνται να δηλώσουν ότι είναι χέβι μέταλ, ενώ η μουσική τους περιλαμβάνει και κάποια ποπ στοιχεία. Οι Deep Purple έχουν μπει στο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες ως το πιο θορυβώδες συγκρότημα και έχουν πουλήσει πάνω από 100.000.000 δίσκους, ενώ είναι ενεργοί ως συγκρότημα από το 1968 ως σήμερα.
Αρχικά Βήματα
Οι Deep Purple ξεκίνησαν το 1968, με τον Ρίτσι Μπλάκμορ (κιθάρα), τον Τζον Λορντ (πλήκτρα), τον Ίαν Πέις (τύμπανα), τον Ροντ Έβανς (φωνητικά) και τον Νικ Σίμπερ (μπάσο). Η αρχική τους ονομασία ήταν "Roundabout" και μετονομάστηκαν σε Deep Purple από το αγαπημένο τραγούδι της γιαγιάς του Ρίτσι Μπλάκμορ. Η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία ήρθε με τη διασκευή στο κλασικό "Hush" του Τζο Σάουθ, το οποίο ανέβηκε στο # 4 των αμερικανικών charts.
Το ντεμπούτο-άλμπουμ τους, "Shades of Deep Purple" έφτασε στο # 24 στις Η.Π.Α. και # 19 στον Καναδά και ήταν μία μίξη του ροκ της δεκαετίας του '60 με το ψυχεδελικό στυλ της εποχής. Το συγκρότημα ξεκίνησε την αμερικανική του περιοδεία για την προώθηση του δίσκου, ανοίγοντας συναυλίες των Cream του Έρικ Κλάπτον αλλά μετά από μερικές εμφανίσεις η συνεργασία τους λύθηκε λόγω του μεγαλύτερου ενθουσιασμού που προκαλούσαν οι Deep Purple στο κοινό, σε σύγκριση με τους Cream.
Το "The Book of Taliesyn" (# 54 στις Η.Π.Α., # 48 στον Καναδά) συνέχισε στο ίδιο στυλ με το πρώτο τους άλμπουμ και περιείχε τις επιτυχίες "Kentucky Woman" (# 38 στις ΗΠΑ) και "River Deep – Mountain High" (# 53). Ο τρίτος τους δίσκος με τίτλο "Deep Purple" (#162 στις Η.Π.Α.) που ακολούθησε δε γνώρισε ανάλογη επιτυχία αλλά είναι ενδεικτικό ότι ο ήχος του συγκροτήματος άρχισε να σκληραίνει και να δείχνει σημάδια αυτού που θα επακολουθούσε.
Το καλοκαίρι του 1969, η τριάδα Μπλάκμορ/Λορντ/Πέις αποφάσισε την αλλαγή των Έβανς και Σίμπερ με τους Ίαν Γκίλαν (φωνητικά) και Ρότζερ Γκλόβερ (μπάσο) από τους Episode Six, λόγω της υψηλότερης έντασης που ήθελαν στα φωνητικά του συγκροτήματος, χαρακτηριστικό στοιχείο της φωνής του Ίαν Γκίλαν.
Μεγάλη Επιτυχία
Πρώτη κυκλοφορία του ανανεωμένου συγκροτήματος ήταν το σινγκλ "Hallelujah",[7] ενώ τον Δεκέμβριο του 1969, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ "Concerto for Group and Orchestra". Η εν λόγω ηχογράφηση έγινε στο Royal Albert Hall του Λονδίνου σε συνεργασία με τη συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου και γνώρισε μία πρώτη επιτυχία στα βρετανικά τσαρτ φτάνοντας στο # 26. Οι Deep Purple βρισκόταν συνεχώς σε περιοδεία και στα όποια διαλείμματα έβρισκαν, γυρνούσαν στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το νέο τους δίσκο. Τον Ιούνιο του 1970, κυκλοφόρησε το πρώτο, ηχογραφημένο σε στούντιο, άλμπουμ των Deep Purple με τους Γκίλαν/Γκλόβερ στη σύνθεση τους, με τίτλο "Deep Purple in Rock". Ο δίσκος αυτός γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη, φτάνοντας στο # 4 στη Μεγάλη Βρετανία όπου παρέμεινε για 68 εβδομάδες στα τσαρτ και στο # 1 στη Γερμανία, αλλά γνώρισε πολύ μικρή επιτυχία στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Το "Deep Purple in Rock" συνοδευόταν από το σινγκλ "Black Night", την πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή επιτυχία για τους Deep Purple αφού ανέβηκε στο Top-10 σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο. Επίσης, το "Deep Purple in Rock" περιείχε το θρυλικό κομμάτι "Child in Time" αλλά και τα εκρηκτικά "Speed King", "Flight of the Rat" και "Hard Lovin' Man". Για την προώθηση του δίσκου ξεκίνησαν μία μεγάλη περιοδεία η οποία πέρασε από Ευρώπη, Αμερική και Ωκεανία,τελειώνοντας στις 31 Ιουλίου του 1971, στο Σολτ Λέικ Σίτι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Ρότζερ Γκλόβερ σε ζωντανή εμφάνιση το 1970
Τον Σεπτέμβριο του 1971, κυκλοφόρησε το "Fireball", το πρώτο # 1 για το βρετανικό συγκρότημα στην πατρίδα του, μαζί με το Top-10 σινγκλ "Strange Kind of Woman". Ο δίσκος έγινε χρυσός στις Η.Π.Α., και περιείχε τα πολύ δυνατά "Fireball" (#15 στη Μεγάλη Βρετανία), "No No No" και "Fools". Το συγκεκριμένο άλμπουμ θεωρείται και το πιο "progressive rock" άλμπουμ των Deep Purple της δεκαετίας του '70, κάτι που ταίριαζε στις προτιμήσεις του τραγουδιστή Ίαν Γκίλαν, αλλά όχι και σε αυτές του κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ ο οποίος προτιμούσε ένα πιο βαρύ ήχο.
Η αρχική περιοδεία για την προώθηση του "Fireball" κράτησε δύο μήνες με σκοπό το συγκρότημα να ξεκινήσει πρόβες για τον επόμενο δίσκο του, αφού δεν ήθελαν να περάσει ανάλογο διάστημα όπως αυτό ανάμεσα στους δύο προηγούμενους δίσκους τους. Για το σκοπό αυτό, ταξίδεψαν τον Δεκέμβριο του 1971, στο Μοντρέ της Ελβετίας, με το φορητό στούντιο ηχογραφήσεων των Rolling Stones. Κατά τη διάρκεια της διαμονής τους, θέλησαν να παρακολουθήσουν μία ζωντανή εμφάνιση του Frank Zappa στο καζίνο της περιοχής. Η συγκεκριμένη συναυλία είχε επεισοδιακό τέλος, αφού ένας οπαδός εκπυρσοκρότησε ένα όπλο με φωτοβολίδες και η οροφή του κτιρίου πήρε φωτιά, με αποτέλεσμα το κτίριο να καεί ολοσχερώς. Η συγκεκριμένη ιστορία αποτυπώνεται σε ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του συγκροτήματος, το "Smoke on the Water".
Το νέο άλμπουμ κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1972, με τίτλο "Machine Head". Ο δίσκος έφτασε στο # 1 στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Αυστραλία, τον Καναδά και σε αρκετές ακόμη χώρες, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες παρέμεινε στα τσαρτ για 118 εβδομάδες και έχει βραβευθεί ως διπλά πλατινένιος. Το εν λόγω άλμπουμ περιείχε μεγάλες επιτυχίες όπως τα "Smoke on the Water", "Highway Star" και "Space Truckin". Το αρχικό σινγκλ του δίσκου ήταν το τραγούδι "Never Before" το οποίο δε γνώρισε ανάλογη επιτυχία με τα προηγούμενα σινγκλ του συγκροτήματος. Η παρατεταμένη, όμως, επιτυχία του άλμπουμ οδήγησε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει σε μορφή σινγκλ το "Smoke on the Water", το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έγινε χρυσό.
Ο Ίαν Γκίλαν το 1972
Μία πολύ μεγάλη περιοδεία ξεκίνησε, κατά το ιαπωνικό κομμάτι της οποίας ηχογραφήθηκε το ιστορικό ζωντανό διπλό άλμπουμ "Made in Japan" (# 16 στη Μεγάλη Βρετανία, # 1 στη Γερμανία και # 6 στις Η.Π.Α.), ένα από τα καλύτερα ζωντανά άλμπουμ όλων των εποχών. Οι ηχογραφήσεις έγιναν στην Οσάκα και το Τόκιο, στις 15, 16 και 17 Αυγούστου του 1972 και αρχικά, οι Deep Purple είχαν δεχθεί να κυκλοφορήσει ο δίσκος μόνο στην Ιαπωνία, με τίτλο "Live in Japan". Η εμπορική επιτυχία που παρουσίασε αλλά και ο μεγάλος αριθμός εισαγόμενων αντιτύπων από την Ιαπωνία προς την Ευρώπη και την Αμερική, ανάγκασε το συγκρότημα να κυκλοφορήσει τον δίσκο σε παγκόσμια κλίμακα, με αποτέλεσμα να γίνει πλατινένιος στις Ηνωμένες Πολιτείες και να βραβευθεί σε πολλές χώρες του κόσμου.
Τον Ιανουάριο του 1973, το συγκρότημα θέλησε να συντηρήσει την συνεχόμενη επιτυχία του, κυκλοφορώντας το τέταρτο στούντιο άλμπουμ τους από το 1970, με τίτλο "Who Do We Think We Are" (# 4 στη Μεγάλη Βρετανία και # 15 στις Η.Π.Α), το οποίο περιείχε την επιτυχία "Woman from Tokyo". Ο δίσκος έλαβε μέτριες κριτικές, αποτέλεσμα των τεταμένων σχέσεων και της ανεπαρκούς συνεργασίας του Ίαν Γκίλαν με τον Ρίτσι Μπλάκμορ. Ταυτόχρονα όμως, οι Deep Purple περιόδευαν συνεχώς σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ κατά τη διάρκεια του 1973 υπήρξαν διαστήματα στα οποία τρεις δίσκοι του συγκροτήματος ("Machine Head", "Made in Japan" και "Who Do We Think We Are") βρισκόταν ταυτόχρονα στο αμερικανικό Top-100, με αποτέλεσμα οι Deep Purple να είναι το πρώτο συγκρότημα σε πωλήσεις δίσκων για εκείνο το έτος, στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι διαμάχες μεταξύ του Ρίτσι Μπλάκμορ και του Ίαν Γκίλαν, τα προβλήματα αλκοολισμού του τελευταίου και ο κορεσμός μετά από τις συνεχείς περιοδείες και ηχογραφήσεις, οδήγησαν το καλοκαίρι του 1973 το δίδυμο Γκίλαν/Γκλόβερ σε αποχώρηση από τους Deep Purple, τη στιγμή που το συγκρότημα βρισκόταν στο απόγειο της δημοτικότητας τους έχοντας πουλήσει πάνω από 12 εκατομμύρια δίσκους μόνο το 1973, σύμφωνα με άρθρο του "New Yorker".